Dictionary of Greek. 2013.
αντρούλης — ο χαϊδευτικό του άντρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυρούλης — κυρούλης, ὁ (Μ) [κύρης]. (θωπευτική προσφώνηση σε σύζυγο) αντρούλης … Dictionary of Greek